ἐρετική

ἐρετική
ἐρετικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερετικός — ή, ό (AM ἐρετικός, ή, όν) [ερέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερέτη ή στην ερεσία, ο κωπηλατικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ερετική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κωπηλασίας νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ερετικό το πλήρωμα τών κωπηλατών στα… …   Dictionary of Greek

  • ՆԱՒԱՊԵՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0408 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 13c գ. κυβέρνησις gubernatio եւ այլն. Պետութիւն նաւու. եւ Ղեկավարութիւն. եւ Նաւավարութիւն կամ նաւասիութիւն. *Լա՛ւ է ընդ խոհեմագունի լինել նաւապետութեամբ. Սկեւռ. ի լմբ.: *Նաւապետութիւնք,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”